- ὀπωριμεῖος
- ὀπωρ-ιμεῖος, α, ον,A of fruit, εἴδη dub. l. in PLond.3.974i3, ii 5 (iv A. D., cf. Addenda p. vii).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπωριμείος — ὀπωριμεῑος, εία, ον (Α) (αμφβλ. ανάγν.) ο σχετικός με οπώρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αμφβλ. ανάγν. Θεωρείται ότι ο τ. αποδίδει το επίθ. ὀπωριμαῖος (πρβλ. κλοπ ιμαίος)] … Dictionary of Greek